Το ίδιο άρθρο δημοσιεύθηκε και ως
‘Unemployment, Informalization, and Trade-Union Decline in Greece: Questioning Analytical and Prescriptive Orthodoxies’, στο Bermeo, N. G. (επιμ.), Unemployment in Southern Europe: Coping With the Consequences, Λονδίνο: Frank Cass, 2000, σ. 60-89


Εκτενέστερη εκδοχή του είναι το 
‘Low Union Density Amidst a Conflictive Contentious Repertoire: Flexible Labour Markets, Unemployment and Trade-Union Decline in Greece’, European University Institute Working Paper, 1999, σ. 1-43. 
 [Ολόκληρο το κείμενο...]


 Το πρώτο μέρος του άρθρου αυτού επιχειρεί μια σύντομη κριτική διερεύνηση της νεο-κλασικής επιχειρηματολογίας αναφορικά με τις αιτίες της πρόσφατης έκρηξης της ανεργίας στην Ελλάδα. Δείχνει ότι η άποψη σύμφωνα με την οποία η υψηλή ανεργία οφείλεται σε υψηλούς μισθούς στηρίζεται σε μερική και πλημμελή εμπειρική βάση. Εξετάζοντας, επιπλέον, στοιχεία της ελληνικής αγοράς εργασίας (κυρίως τον εκτενή και εξόχως «ευέλικτο» άτυπο τομέα), υποστηρίζει πως η ελληνική εμπειρία δημιουργεί αμφιβολίες για το αν και κατά πόσο η ευελιξία στην αγορά εργασίας μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο κατά της ανεργίας.
     Το δεύτερο, και εκτενέστερο, μέρος του εξετάζει το ζήτημα της «συνδικαλιστικής υποχώρησης». Παρουσιάζονται στοιχεία που δείχνουν πως, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η αυξανόμενη ανεργία δεν έχει επηρεάσει σοβαρά τη διεκδικητική δυναμική του ελληνικού εργατικού κινήματος. Σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά την αρχική του ανάδυση, όμως, το κίνημα αυτό δεν έχει ακόμα κατορθώσει να υπερβεί την ιστορικά παγιωμένη χαμηλή συνδικαλιστική του πυκνότητα. Αυτό δεν αποτρέπει το ξέσπασμα μαχητικών απεργιών, όμως περιορίζει την αποτελεσματικότητά τους.
     Κατά τα τελευταία χρόνια οι επίσημες συνδικαλιστικές ηγεσίες επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό προσπαθώντας να περιστείλουν τις παραδοσιακά συγκρουσιακές διεκδικητικές πρακτικές του κινήματος υπέρ ενός συναινετικού μοντέλου βιομηχανικών σχέσεων.
Όμως στο φόντο ενός αδύναμου και ολοένα συρρικνούμενου Κράτους Πρόνοιας, η πρακτική αυτή έχει οδηγήσει σε αέναη διαπραγματευτική υποχωρητικότητα με αποτελέσματα αντιστρόφως αντίθετα των επιδιωκόμενων: το πρόβλημα της χαμηλής συνδικαλιστικής πυκνότητας οξύνεται και η αξιοπιστία των συνδικάτων τραυματίζεται περαιτέρω. Το άρθρο τελειώνει με τη διατύπωση ορισμένων πρώτων προτάσεων για το πώς είναι δυνατό να αναστραφεί η πτωτική αυτή πορεία.


Νεότερη εκδοχή του άρθρου περιλαμβάνεται στον υπό έκδοση τόμο Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς (Κεφάλαιο 6).